ανθρακωρυχείο

Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
ορυχείο από το οποίο εξάγονται ορυκτοί άνθρακες (γαιάνθρακες, λιθάνθρακες, λιγνίτες κ.ά.). Τα διάφορα ανθρακωρυχεία χαρακτηρίζονται από το είδος του άνθρακα που εξορύσσεται, σε γαιανθρακωρυχεία, λιγνιτωρυχεία κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ + ορυχείο < ορύσσω. Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα της Κυδερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος (αρχή έκδ. 1833)].