ανταγωνιστικός

Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. σχετικός με ανταγωνισμό
2. ο ικανός ή πρόσφορος για ανταγωνισμό (ανταγωνιστική βιομηχανία
η βιομηχανία της οποίας τα προϊόντα μπορούν να αντιμετωπίσουν τα ομοειδή στις ξένες αγορές, που μπορεί να συναγωνιστεί τις ξένες βιομηχανίες —το ίδιο και για άλλους κλάδους της οικονομίας).