ἀντανακλαστικός

From LSJ
Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

German (Pape)

[Seite 243] sich zurückbeziehend, ἀντωνυμίαι, pron. reciproca, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντανακλαστικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς ἀντανάκλασιν, ἡ ἀν. ἀντωνυμία, αὐτοπαθής, Γραμμ.: - ὡσαύτως ἀντανάκλαστος, ον, Πρισκιαν.

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. εκείνος που προκαλεί ή υφίσταται αντανάκλαση
2. (Γραμμ.) «αντανακλαστικές αντωνυμίες» — οι αυτοπαθείς, αυτές που αναφέρονται στο ίδιο το υποκείμενο
3. το ουδ. ως ουσ. η αυτόματη (άμεση και ακούσια) απάντηση ενός οργάνου σε κάποιο ερέθισμα.