αντιδραστικός

From LSJ
Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που αντιδρά σε ορισμένη ενέργεια
2. αυτός που αντιδρά σε κάθε αλλαγή και εξέλιξη πολιτική, κοινωνική κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντιδρώ. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του Γένους Κωνσταντίνο Κούμα (1777-1836)].