αντενέργεια
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
Greek Monolingual
η
ενέργεια για εξουδετέρωση άλλης ενέργειας, αντίδραση, αντίπραξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντενεργώ. Η λ. μαρτυρείται από τον Νικηφόρο Θεοτόκη (1731-1800)].