αντιπλοίαρχος

Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
βαθμός ανώτερου αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού μεταξύ του πλοιάρχου και του πλωτάρχη (αντιστοιχεί στον βαθμό του αντισυνταγματάρχη του στρατού ξηράς).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι - + πλοίαρχος. Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος (αρχή έκδ. 1833)].