Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πλοίαρχος

From LSJ

Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei

Menander, Monostichoi, 389

Greek Monolingual

ο, Ν
1. ο κυβερνήτης εμπορικού πλοίου, ο οποίος δεν περιλαμβάνεται στο πλήρωμα, αλλά σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου καταρτίζει το πλήρωμα, συντάσσει το ημερολόγιο της γέφυρας, επιμελείται την τήρηση τών υπόλοιπων ημερολογίων, τηρεί τα προβλεπόμενα από την νομοθεσία ναυτιλιακά έγγραφα, και οφείλει να κυβερνά αυτοπροσώπως το πλοίο κατά την είσοδο και έξοδο σε λιμάνια, διώρυγες και ποταμούς, κν. καπετάνιος
2. βαθμός ανώτερου αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού, αντίστοιχος προς τον βαθμό του συνταγματάρχη του στρατού ξηράς και του σμηνάρχου της αεροπορίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοίο + -aρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στους Ελληνικούς Κώδικες].