σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)
ἄογκος, -ον (Α)1. αυτός που δεν έχει μεγάλο όγκο, λεπτός2. όποιος δεν έχει μάζα ή όγκο.