ἀπαλλότριος

Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

α, ον,

   A given over to strangers, πολιτεῖαι D.S.11.76.

German (Pape)

[Seite 277] πολιτεία, die verlorene Verfassung, D. Sic. 11, 76, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαλλότριος: -α, -ον, ὁ ἀπαλλοτριωθείς, ὁ δοθείς εἰς ξένους Διόδ. 11. 76.

Spanish (DGE)

-α, -ον introducido por extranjeros πολιτεῖαι D.S.11.76.

Greek Monolingual

ἀπαλλότριος, -ον (Α)
αυτός που απαλλοτριώθηκε, που περιήλθε στην κυριαρχία άλλου.