απαραβίαστος

Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
εκείνος τον οποίο δεν έχει ή δεν μπορεί ή δεν επιτρέπεται να παραβιάσει κανείς («το χρηματοκιβώτιο βρέθηκε απαραβίαστο»
«το απαραβίαστο των επιστολών»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + παραβιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό].