απεργός
From LSJ
Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch
ο
αυτός που κατεβαίνει, μετέχει σε απεργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. άπεργος «αργός, οκνηρός» < απ(ο)- + -εργος < έργον].