απεργία

From LSJ

εὐηθείης ἠλιθίου ἀπηλλαγμένον → free from silly foolishness, many removes from folly

Source

Greek Monolingual

η
η μαχητικότερη έκφραση των εργατικών αγώνων που στοχεύει στην κατάκτηση δικαιωμάτων από μέρους των εργαζομένων και στη διατήρηση τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απεργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Νικ. Κοντόπουλου].