νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
-η, -ο (Α ἄπλευρος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει πλευρές
αρχ.
(για ανθρώπους και ζώα) εκείνος που έχει στενό θώρακα.