άπλευρος

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄπλευρος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει πλευρές
αρχ.
(για ανθρώπους και ζώα) εκείνος που έχει στενό θώρακα.