ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death
ἀπαιολῶ (-άω ή -έω) (Α)περιπλέκω, συγχέω, μπερδεύω, παραπλανώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + αιολώ «ποικίλλω»].