απαιολώ

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source

Greek Monolingual

ἀπαιολῶ (-άω ή -έω) (Α)
περιπλέκω, συγχέω, μπερδεύω, παραπλανώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + αιολώ «ποικίλλω»].