απειρόκαλος

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source

Greek Monolingual

ἀπειρόκαλος, -ον (AM)
1. αυτός που αγνοεί το ωραίο, ακαλαίσθητος, χυδαίος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπειρόκαλον
η απειροκαλία
αρχ.
επίρρ. ἀπειροκάλως
1. ακαλαίσθητα
2. ανόητα, βεβιασμένα.