απειρόκαλος
From LSJ
κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky
Greek Monolingual
ἀπειρόκαλος, -ον (AM)
1. αυτός που αγνοεί το ωραίο, ακαλαίσθητος, χυδαίος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπειρόκαλον
η απειροκαλία
αρχ.
επίρρ. ἀπειροκάλως
1. ακαλαίσθητα
2. ανόητα, βεβιασμένα.