ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society
(AM ἀποκαίω, Α κ. -άω)1. καίω κάτι εντελώς, κατακαίω2. (-ομαι) (για φυτά) καταστρέφομαι από την παγωνιάαρχ.ιατρ. καυτηριάζω.