αποκοιμιέμαι
From LSJ
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
κ. -μιούμαι κ. -μούμαι (AM ἀποκοιμῶμαι, -άομαι)
1. με παίρνει ο ύπνος
2. κοιμάμαι βαθιά
3. πεθαίνω ήρεμα
αρχ.
κοιμάμαι μακριά απ' το σπίτι μου.