αποκορύφωση
From LSJ
Ζῶμεν ἀλογίστως προσδοκοῦντες μὴ θανεῖν → Mortis non memores inconsulto vivimus → Den Tod verdrängend leben wir voll Unvernunft
Greek Monolingual
η (Α ἀποκορύφωσις)
νεοελλ.
το να φθάνει κάτι στο αποκορύφωμά του
αρχ.
συγκέντρωση, κατάληξη σε ένα σημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποκορυφώ. Η λ. με τη νεοελληνική της σημασία μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].