Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αποκορύφωση

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῶμεν ἀλογίστως προσδοκοῦντες μὴ θανεῖν → Mortis non memores inconsulto vivimus → Den Tod verdrängend leben wir voll Unvernunft

Menander, Monostichoi, 200

Greek Monolingual

η (Α ἀποκορύφωσις)
νεοελλ.
το να φθάνει κάτι στο αποκορύφωμά του
αρχ.
συγκέντρωση, κατάληξη σε ένα σημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποκορυφώ. Η λ. με τη νεοελληνική της σημασία μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].