απόστρατος
From LSJ
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
Greek Monolingual
ο
1. (για στρατιωτικούς) αυτός που βρίσκεται σε αποστρατεία, που έχει αποσυρθεί από την ενεργό υπηρεσία του στον στρατό
2. αυτός που δεν εξασκεί πια το επάγγελμά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + στρατός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].