αποταμίευση

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

Greek Monolingual

η
μέρος των χρηματικών διαθεσίμων των ιδιωτών, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, που δεν προορίζονται για δαπάνες κατανάλωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποταμιεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].