άπους

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467

Greek Monolingual

-ουν (AM ἄπους)
αυτός που δεν έχει πόδια
αρχ.
1. ανάπηρος στα πόδια, χωλός
2. είδος πτηνού, κύψελος ο άπους, πετροχελίδονο.