άπους
From LSJ
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
-ουν (AM ἄπους)
αυτός που δεν έχει πόδια
αρχ.
1. ανάπηρος στα πόδια, χωλός
2. είδος πτηνού, κύψελος ο άπους, πετροχελίδονο.