πετροχελίδονο

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313

Greek Monolingual

το, Ν πετροχελιδών
ζωολ. κοινή ονομασία του χελιδονιού των βράχων Ptyonoprogne rupestris.