άπους

From LSJ

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source

Greek Monolingual

-ουν (AM ἄπους)
αυτός που δεν έχει πόδια
αρχ.
1. ανάπηρος στα πόδια, χωλός
2. είδος πτηνού, κύψελος ο άπους, πετροχελίδονο.