ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement
ἀργυροστερής (-οῡς), -ές (Α)αυτός που κλέβει τα αργύρια, τα χρήματα κάποιου («αργυροστερής βίος» — η ζωή του ληστή).[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + στερώ].