αργυροφεγγής
From LSJ
Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein
-ές ἀργυροφεγγής (-οῡς), -ές (AM)
αυτός που φέγγει σαν άργυρος, που έχει ασημένια λαμπεράδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + -φεγγής < φέγγος.