ο (Α ἀριστεροστάτης)νεοελλ.ναυτ. αυτός που στέκεται στην αριστερή μεριά του πυροβόλουαρχ.(ειδικά στον χορό του αρχαίου δράματος) αυτός που στέκεται προς τα αριστερά.[ΕΤΥΜΟΛ. < αριστερός + -στάτης < ίστημι «στήνω, στέκω, μένω σταθερός»].