στέκω
Greek Monolingual
και μέσ. στέκομαι ΝΜ
1. ίσταμαι, παραμένω όρθιος (α. «στεκόταν μπροστά στο σπίτι του» β. «πῶς στέκεσαι καὶ πῶς ἐμβλεματίζεις», Πρόδρ.)
2. (το γ' πρόσ. αορ.) στάθηκε
συνέβη
νεοελλ.
1. σταματώ, παύω να βαδίζω (α. «στάθηκε ξαφνικά στη γωνιά του δρόμου» β. «στάσου να σού πω»)
2. (για κτίσμα) υψώνομαι, έχω ανεγερθεί («στην κορφή του λόφου στέκει το κάστρο»)
3. (για όργανα ή μηχανές) παύω να λειτουργώ, ακινητοποιούμαι («στάθηκε ο ανεμόμυλος»)
4. (για μέσα μεταφοράς) διακόπτω την πορεία μου, κάνω στάση («το τραίνο στάθηκε για πέντε λεπτά»)
5. (για θηλυκά ζώα και κατ' επέκταση για ανθρώπους) δέχομαι να οχευθώ, παίρνω θέση βολική για τον επιβήτορα
6. εμφανίζομαι, αποδεικνύομαι (α. «στάθηκε άντρας» β. «στάθηκε γενναίος»)
7. απρόσ. στέκει ταιριάζει, αρμόζει («δεν στέκει να μιλάς με τέτοιο τρόπο»)
8. φρ. α) «στάσου και θα δεις»
(ως απειλή) τώρα θα φερθώ σκληρά
β) «στάθηκε ο νους μου» — έμεινα έκπληκτος, τά έχασα
γ) «στάθηκε η μύτη μου» — σταμάτησε ο κατάρρους ή η ρινορραγία
δ) «στάθηκαν τα μάτια μου» — σταμάτησα να κλαίω
ε) «μού στάθηκε» — μέ βοήθησε, μού συμπαραστάθηκε
στ) «στέκει στον ρήγα ποιο να πει» — είναι στη δικαιοδοσία του, έχει την εξουσία να... ζ) «σού στέκει»
(για ενδύματα) σού πηγαίνει, σού ταιριάζει
η) «στέκω καλά»
i) διατηρούμαι καλά στην υγεία μου
ii) η οικονομική μου κατάσταση είναι καλή
θ) «στέκω αλά κάπα» ή «στέκω κάπα γάμπια»
ναυτ. μειώνω την ταχύτητα του σκάφους
ι) «στέκω στα κουπιά» — κρατώ τα κουπιά ακίνητα σε οριζόντια θέση
ια) «στέκω τραβέρσο» — αντιμένω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ίστημι].