αρθρογράφος

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source

Greek Monolingual

ο, η
συντάκτης ή συνεργάτης εφημερίδας που γράφει το κύριο άρθρο ή άρθρα της ειδικότητας του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρθρο + -γραφος < γράφω. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον θ. Φαρμακίδη].