αρθρογράφος
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
Greek Monolingual
ο, η
συντάκτης ή συνεργάτης εφημερίδας που γράφει το κύριο άρθρο ή άρθρα της ειδικότητας του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρθρο + -γραφος < γράφω. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον θ. Φαρμακίδη].