αργυρένδετος
From LSJ
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
ἀργυρένδετος, -ον (Α)
ο δεμένος, ο διακοσμημένος με άργυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ένδετος < ενδέω (Ι) «προσδένω, στερεώνω»].