ενδέω

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source

Greek Monolingual

(I)
(AM ἐνδέω)
δένω κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή στερεά μαζί με κάτι άλλο
αρχ.
1. συνδέω μαζί μου («μεγάλοις ὅρκοις ἐνδησαμένα τὸν κατάρατον πόσιν», Ευρ.)
2. δεσμεύω με μάγια.
(II)
ἐνδέω (Α)
1. έχω έλλειψη ή ανάγκη, στερούμαι («τῶν δ' ἀληθινῶν πολύ ἐνδεῖν»)
2. είμαι ελλιπής («αἰτιασάμενος τὸν σταθμὸν ἐνδεῖν» — αφού βρήκε πρόφαση ότι το βάρος ήταν ελλιπές)
3. απρόσ. ἐνδει
υπάρχει έλλειψη.