θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools
ἀρκτῷος, -α, -ον (Α) άρκτος
1. αυτός που ανήκει σε αρκούδα
2. αρκτικός, βόρειος
3. τά ἀρκτῷα
οι αρκτικές περιοχές, ο Βορράς.