δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
ἁρματοτροφῶ, (-έω) (Α)τρέφω ίππους για αρματοδρομίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, -τος + -τροφώ (-έω) (< -τροφος < τρέφω)].