αριστοκρατικός
From LSJ
ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀριστοκρατικός, -ή, -όν) αριστοκρατία
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει στη τάξη των ευγενών, ευπατρίδης, αριστοκράτης
2. ο οπαδός του αριστοκρατικού πολιτεύματος
3. αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει σε αριστοκράτες
4. αυτός που αναφέρεται σε άτομα αριστοκρατικής καταγωγής ή κατ' επέκταση σε άτομα που ανήκουν σε πλούσια οικογένεια
αρχ.
ο σχετικός με την τάξη των αριστοκρατών ή το πολίτευμα της αριστοκρατίας.