ευπατρίδης

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source

Greek Monolingual

ο (ΑΜ εὐπατρίδης, Α δωρ. τ. εὐπατρίδας)
αυτός που κατάγεται από ευγενή πατέρα ή από ευγενείς προγόνους, ο ευγενής, ο αριστοκράτης, ο άρχοντας
αρχ.
1. ως επίθ. (για οίκο) αριστοκρατικός («ἁ τῶν εὐπατριδᾱν γεγῶσ' οἴκων», Ευρ.)
2. (στην αρχαία Αθήνα) η πρώτη από τις τρεις τάξεις που σχηματίστηκαν την εποχή του Θησέως (ευπατρίδαι, γεωμόροι ή αγροίκοι και δημιουργοί)
3. αυτός που ανήκει σε αυτήν την τάξη, επομένως ο επίσημος
4. (στην αρχαία Ρώμη), οι πατρίκιοι
5. (κατά τον Φώτιο) «εὐπατρίδαι, οἱ αὐτόχθονες καὶ μὴ ἐπήλυδες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ-πατρ- (μηδενισμ. βαθμ. του πατήρ) + -ίδης].