αρμασίδουπος
Greek Monolingual
ἁρμασίδουπος, -ον (Α)
αυτός που τρέχει θορυβωδώς με το άρμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμασι (τ. τοπικής πληθ.) + δούπος «θόρυβος»].
ἁρμασίδουπος, -ον (Α)
αυτός που τρέχει θορυβωδώς με το άρμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμασι (τ. τοπικής πληθ.) + δούπος «θόρυβος»].