αριστοφάνειος
From LSJ
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἀριστοφάνειος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αριστοφάνη
2. ο σκωπτικός, ο αθυρόστομος, ο βωμολόχος
αρχ.
«ἀριστοφάνειον μέτρον» — το αναπαιστικό τετράμετρο.