ἀρκυστάσιον

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504

German (Pape)

[Seite 354] τό, dasselbe, Xen. Cyn. 6, 6.

Spanish (DGE)

-ου, τό
red de caza ἐὰν ᾖ πλησίον τὸ ἀ. τῶν ζητησίμων si queda cerca la red del terreno de búsqueda X.Cyn.6.6.

Greek Monolingual

ἀρκυστάσιον, το (Α)
το μέρος στο οποίο στήνουν τα κυνηγετικά δίχτυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρκυς + -στασιον < ίστημι].