Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
ἁρματοποιός, ο (Α)ο αρματοπηγός.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, -τος + -ποιός < ποιώ].