ασπιδούχος
From LSJ
παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die
Greek Monolingual
ἀσπιδοῡχος, ο (Α)
1. ο ασπιδοφόρος
2. ο πολεμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς (-ίδος) + -ουχος < έχω].
παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die
ἀσπιδοῡχος, ο (Α)
1. ο ασπιδοφόρος
2. ο πολεμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς (-ίδος) + -ουχος < έχω].