αστρολάβος

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἀστρολάβος, ο και -λάβον, το, Μ -λάβιον, το)
όργανο για την παρατήρηση των άστρων και τον προσδιορισμό της θέσης τους πάνω από τον ορίζοντα
αρχ.
ως επίθ. «ἀστρολάβον ὄργανον» — ο αστρολάβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + -λαβος < (θ.) λαβ-, έλαβον, αόρ. β' του λαμβάνω.