άστοχος

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄστοχος, -ον)
1. αυτός που δεν πετυχαίνει τον στόχο του, που σκοπεύει χωρίς επιτυχία
2. ο ασυλλόγιστος, ο απερίσκεπτος
3. ο άσκοπος, ο μάταιος
νεοελλ.
ο άκαρπος («άστοχη γή, άστοχα γεννήματα»).