άσκοπος

From LSJ

Φιλόπονος ἴσθι καὶ βίον κτήσῃ καλόν → Si non laboris te piget, vives bene → Sei arbeitsam, dann hast du reichlich Lebensgut

Menander, Monostichoi, 527

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο (AM ἄσκοπος, -ον) σκοπώ (-έω)]
1. ο χωρίς σκοπό, ο ανώφελος
2. ο απερίσκεπτος, ο απρόσεκτος
αρχ.
1. ο αθέατος, ο αόρατος
2. ο απροσδόκητος
3. ο ατελείωτος, αυτός που δεν μπορεί να μετρηθεί ή να υπολογιστεί.
(II)
ἄσκοπος, -ον (Α) σκοπός
αυτός ο οποίος δεν πετυχαίνει τον στόχο («ἄσκοπα βέλη», «ἀσκόπους λόγους ῥίπτειν»).