αστραγάλειος
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
Greek Monolingual
ἀστραγάλειος, -ον (Α)
αυτός που φθάνει μέχρι τον αστράγαλο («χιτὼν ἀστραγάλειος»).
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
ἀστραγάλειος, -ον (Α)
αυτός που φθάνει μέχρι τον αστράγαλο («χιτὼν ἀστραγάλειος»).