αστραγάλειος

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

ἀστραγάλειος, -ον (Α)
αυτός που φθάνει μέχρι τον αστράγαλο («χιτὼν ἀστραγάλειος»).