ἀστραγάλειος

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστρᾰγάλειος Medium diacritics: ἀστραγάλειος Low diacritics: αστραγάλειος Capitals: ΑΣΤΡΑΓΑΛΕΙΟΣ
Transliteration A: astragáleios Transliteration B: astragaleios Transliteration C: astragaleios Beta Code: a)straga/leios

English (LSJ)

[γᾰ], α, ον, covering the ankles, = Lat. talaris, χιτών Aq.Ge.37.3.

Spanish (DGE)

-α, -ον que cubre hasta los tobillos χιτών Aq.Ge.37.3.

German (Pape)

[Seite 376] aus Knöcheln gemacht, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστραγάλειος: χιτών, ὁ, εἶδος μακροῦ ποδήρους χιτῶνος καταβαίνοντος μέχρι τῶν ἀστραγάλων, Λατ. tunica talaris· χιτῶνα ἀστραγάλειον Ἀκύλ. Π. Δ. (Γέν. 37. 3).

Greek Monolingual

ἀστραγάλειος, -ον (Α)
αυτός που φθάνει μέχρι τον αστράγαλο («χιτὼν ἀστραγάλειος»).