ἀστραγάλειος
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
[γᾰ], α, ον, covering the ankles, = Lat. talaris, χιτών Aq.Ge.37.3.
Spanish (DGE)
-α, -ον que cubre hasta los tobillos χιτών Aq.Ge.37.3.
German (Pape)
[Seite 376] aus Knöcheln gemacht, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστραγάλειος: χιτών, ὁ, εἶδος μακροῦ ποδήρους χιτῶνος καταβαίνοντος μέχρι τῶν ἀστραγάλων, Λατ. tunica talaris· χιτῶνα ἀστραγάλειον Ἀκύλ. Π. Δ. (Γέν. 37. 3).
Greek Monolingual
ἀστραγάλειος, -ον (Α)
αυτός που φθάνει μέχρι τον αστράγαλο («χιτὼν ἀστραγάλειος»).