ασυνεπής

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

-ές
1. (για πρόσωπα) αυτός που ενεργεί αντίθετα προς τις γνώμες, τις αρχές ή τις υποσχέσεις του, αυτός που άλλα λέει και άλλα κάνει
2. αυτός που λέγεται ή γίνεται χωρίς λογικό ειρμό, ο ανακόλουθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + συνεπής. Το ουδ. ασύνεπες του επιθ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].