άσχιστος

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch

Menander, Monostichoi, 430

Greek Monolingual

και άσκιστος, -η, -ο (AM ἄσχιστος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να σκιστεί ή να κοπεί
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει άνοιγμα ή σχισμή
αρχ.
(για ζώα) μονόνυχος, μονόχηλος.